δίκλωνος

δίκλωνος
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο κλώνους: Ο δίκλωνος βασιλικός είναι πολύ φουντωτός.
2. αυτός που αποτελείται από δύο κλωνιές, δύο νήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίκλωνος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει δύο κλωνιά, κλαδιά 2. (για νήμα, ύφασμα κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από δυο κλωστές στριμμένες μαζί …   Dictionary of Greek

  • δίκλωστος — η, ο ο δίκλωνος …   Dictionary of Greek

  • δίπλοκος — η, ο (AM δίπλοκος, ον) ο διπλά πλεγμένος, δίκλωνος νεοελλ. δίπλοκο (σχοινί) αυτό που αποτελείται από τρία ή τέσσερα πλεγμένα μονόπλοκα σχοινιά, καρλίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλοκος < πλέκω (πρβλ. αιμυλοπλόκος, καλαθοπλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”